ρυμουλκός

ρυμουλκός
-ή, -ό, και τ. ουδ. ρεμουλκό, Ν
1. αυτός που ρυμουλκεί, που έλκει κάτι το οποίο είναι δεμένο πίσω του
2. το θηλ. ως ουσ. η ρυμουλκός
σιδηροδρομική άμαξα έλξης, λοκομοτίβα
3. το ουδ. ως ουσ. το ρυμουλκό και ρεμουλκό
α) ναυτ. μικρό μηχανοκίνητο πλοίο με χαμηλά έξαλα και σχετικώς μεγάλο βύθισμα που χρησιμοποιείται για τη διευκόλυνση τών χειρισμών τών μεγάλων πλοίων κατά τον κατάπλου και απόπλου στα λιμάνια, καθώς και για τη ρυμούλκηση πλοίων που έχουν υποστεί βλάβη
β) τροχιοδρομικό όχημα που έλκει πίσω του άλλο ή άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῦμα «σκοινί, τόξο» + -ουλκός (< ὁλκός ή ὁλκή < ἕλκω), πρβλ. ἐμβρυ-ουλκός. Ο τ. ρεμουλκό έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση τού λατ. remulco < αρχ. ῥυμουλκῶ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρυμουλκός — ή, ό αυτός που ρυμουλκεί· το ουδ. ως ουσ., ρυμουλκό, το πλοίο που τραβά άλλα πλοία ή όχημα που σέρνει άλλα οχήματα: Το πλοίο το φερε στο λιμάνι ρυμουλκό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • REMULCUS — Graece ῥυμουλκὸς est, unde ῥυμουλκεῖν, τῷ ῥυμῷ ἕλκειν, de navibus, quae fune trahuntur, apud Auctorem Peripli Maris Erythr. Sic ῥυμὸς, remus: quomodo lotum tubae vocâsse Veters, Servius auctor est. Vide Salmas. ad Solin. p. 1116. coeterum remum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ρυμουλκό — και ρεμουλκό, το, Ν βλ. ρυμουλκός …   Dictionary of Greek

  • ρυμουλκώ — ῥυμουλκῶ, έω, ΝΑ, και ρεμουλκώ Ν έλκω, τραβώ πλωτό ή τροχοφόρο όχημα που είναι δεμένο πίσω μου («τῶν μὲν ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) μπορώ και κατευθύνω κάποιον όπως θέλω εγώ, τόν χρησιμοποιώ κατά τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”